- κυπαρίσσι
- Ονομασία οκτώ οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 156 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριταίας.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 111 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, στις ανατολικές απολήξεις της βόρειας Πίνδου, ΒΔ των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοσμά Αιτωλού.
3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 62 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού, 140 χλμ. ΒΔ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιστιαίας του νομού Ευβοίας.
4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 197 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του κεντρικού τμήματος του νησιού, 28 χλμ. Β της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσαπίων του νομού Ευβοίας.
5. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 8 κάτ.) της Ικαρίας. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευδήλου του νομού Σάμου.
6. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 159 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 116 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζάρακα.
7. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 52 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελλάνας.
8. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 275 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 86 χλμ. ΝΑ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αταλάντης.
* * *το (AM κυπαρίσσιον, Μ και κυπαρίσσιν)νεοελλ.1. (για πρόσ.) ευθυτενής και λυγερός («έχει κορμί κυπαρίσσι»)2. φρ. «τόν πήγανε στα κυπαρίσσια» — τόν θάψανενεοελλ.-μσν.ονομασία, κοινή σήμερα, τών ειδών τού γένους γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών cupressus, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδεςαρχ.(υποκορ. τού κυπάρισσος) μικρό κυπαρίσσι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος.ΠΑΡ. νεοελλ. κυπαρισσάκι, κυπαρισσένιος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κυπαρισσοβεργόλικος, κυπαρισσοβεργόλυγος, κυπαρισσόλικοςμσν.- νεοελλ.κυπαρισσόμηλο, κυπαρισσόξυλο, κυπαρισσόφυλλονεοελλ.κυπαρισσέλαιο, κυπαρισσόχορτο. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αγριοκυπάρισσο].
Dictionary of Greek. 2013.